- φύλαρχος
- (3ος αι. π.Χ.)Έλληνας μυθογράφος και ιστορικός από τη Ναυκράτιδα της Αιγύπτου. Έζησε στην Αθήνα τον 3o αι. π.Χ. Έγραψε τα μυθολογικά συγγράμματα Επιτομή μυθική, Περί ευρημάτων, Περί της Διός επιφανείας και ένα ιστορικό έργο σε 28 βιβλία με τον τίτλο Ιστορίαι, που αναφέρονται στην ιστορία της Ελλάδας από το 272-220 π.Χ., δηλαδή από την εισβολή του Πύρρου στην Πελοπόννησο έως τον θάνατο του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη. Έγραψε επίσης Τα κατ’ Αντίοχον και τον Περγαμηνόν Ευμένην. Δεν διασώθηκαν από τα έργα του παρά μόνο αποσπάσματα.
* * *ο, ΝΜΑαρχηγός, ηγέτης φυλής («α. «ο φύλαρχος τών Ινδιάνων τής περιοχής» β. «ἡγεμόνας ἐφ' ἑκάστης συμμορίας, ὥσπερ φυλάρχους ἤ κωμάρχας», Δίον. Αλ.γ. «δέκα δὴ φυλάρχους ἀντὶ τεσσέρων ἐποίησε», Ηρόδ.»)μσν.ηγεμόνας, ηγέτης («Σαρακηνῶν ἡγούμενοι, οἳ φύλαρχοι ἀποκαλοῡνται», Προκόπ.)αρχ.1. ο διοικητής τού ιππικού σώματος το οποίο διέθετε στην πολιτεία κάθε φυλή («χειροτονοῡσι δὲ καὶ φυλάρχους... ἕνα τῆς φυλῆς, τὸν ἡγησόμενον τῶν ἱππέων, ὥσπερ οἱ ταξίαρχοι τῶν ὁπλιτών», Αριστοτ.)2. στον πληθ. οἱ φύλαρχοιτο συμβούλιο τών ολιγαρχικών στην Επίδαμνο3. αξιωματικός τού ρωμαϊκού στρατού, τριβοῡνος* («φύλαρχοι τε καὶ τριττύαρχοι, οὕς καλοῡσι Ῥωμαίοι τριβούνους», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + -αρχος*].
Dictionary of Greek. 2013.